-
1 προ-δια-λαμβάνω
προ-δια-λαμβάνω (s. λαμβάνω), vorher, voraus urtheilen; περί τινος, Pol. 9, 31, 2; πάλαι προδιειληφότες ὑπὲρ τοῠ πολεμεῖν, 27, 7, 3, u. oft, wie im pass., διὰ τὸ περὶ τῶν ἄλλων ἐν τῇ Ῥώμῃ προδιειλῆφϑαι, 18, 28, 10.
1 προ-δια-λαμβάνω
προ-δια-λαμβάνω (s. λαμβάνω), vorher, voraus urtheilen; περί τινος, Pol. 9, 31, 2; πάλαι προδιειληφότες ὑπὲρ τοῠ πολεμεῖν, 27, 7, 3, u. oft, wie im pass., διὰ τὸ περὶ τῶν ἄλλων ἐν τῇ Ῥώμῃ προδιειλῆφϑαι, 18, 28, 10.